Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λούσο
1 εγγραφή
λούσο το [lúso] Ο39 : 1. (συνήθ. πληθ.) φροντισμένο, εντυπωσιακό και συχνά πολυτελές ντύσιμο και καλλωπισμός: Tης αρέσουν τα λούσα. 2. πολυτέλεια, πλούσια διακόσμηση.

[ιταλ. lusso]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες