Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λούκι
1 εγγραφή
λούκι το [lúki] Ο44 : 1. ο οριζόντιος κοίλος αγωγός και ο κατακόρυφος σωλήνας μέσο των οποίων συγκεντρώνονται και αποχετεύονται τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών· υδρορρόη: Bούλωσε / τρύπησε / στάζει το ~. ΦΡ μπαίνω στο ~, περιορίζομαι στα στενά όρια του συνηθισμένου, του καθημερινού, του σταθερά επαναλαμβανόμενου και γενικότερα σε ένα συμβιβασμένο τρόπο ζωής από τον οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω: Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και μπήκε στο ~. μπαίνω σε κακό ~, οδηγούμαι σε μια πορεία με κακό τέλος: Mε τις δουλειές που μπλεχτήκαμε, μπήκαμε σε κακό ~. βάζω κπ. στο ~, τον περιορίζω σε έναν συμβιβασμένο τρόπο ζωής. 2. (ραπτ.) είδος πτυχής: Φαρδιά και μακριά φούστα με λούκια.

[τουρκ. oluk με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ.: [to-olu > tolu > to-lu] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες