Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουστράρω [lustráro] -ομαι Ρ6 : καλύπτω με λούστρο μια επιφάνεια, συνήθ. ξύλινη, γυαλίζω: ~ τα έπιπλα / τα πατώματα. Λουστραρισμένα παπούτσια.
[ιταλ. lustrar(e) -ω]



