Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουξ
3 εγγραφές [1 - 3]
λουξ το [lúks] Ο (άκλ.) : I. φωτιστική συσκευή που λειτουργεί με πετρέλαιο και παράγει ισχυρό φως. II. μονάδα φωτισμού επιφάνειας.

[λόγ. < γερμ. Lux (στη νέα σημ.) < λατ. lux `φως΄]

λουξ [lúks] Ε (άκλ.) : πολυτελής: ~ διαμέρισμα / κατασκευή.

[λόγ. < γαλλ. luxe < λατ. luxus `λαμπρότητα΄ (προφ. κατά τη λατ. λ.)]

λουξεμβουργιανός -ή -ό [luksemvurjianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Λουξεμβούργο ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Λουξεμβουργιανή κυβέρνηση. Λουξεμβουργιανά προϊόντα. 2. (ως ουσ.) ο Λουξεμβουργιανός, θηλ. Λουξεμβουργιανή, ο κάτοικος του Λουξεμβούργου. || (ως επίθ.): ~ βουλευτής.

[λόγ. Λουξεμβούργ(ον) -ιανός < γερμ. Luxemburg -ον (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες