Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουλακιάζω [lulakázo] -ομαι Ρ2.1 : βουτάω ρούχα ή υφάσματα, ιδίως άσπρα, σε διάλυμα λουλακιού για να αποκτήσουν ελαφρά κυανή χροιά, φωτεινότητα: Aμέσως μετά την πλύση ~ πάντα τα ασπρόρουχα.
[λουλάκ(ι) -ιάζω]