Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουκουμάς
1 εγγραφή
λουκουμάς ο [lukumás] Ο1 : γλύκισμα σε σχήμα ακανόνιστων σβόλων, που παρασκευάζεται με ζύμη που τη βάζουν σε καυτό λάδι και σερβίρεται με μέλι και κανέλα: Έφαγα δυο μερίδες λουκουμάδες. (έκφρ.) (σαν) στραβοχυμένος ~, για άνθρωπο άσκημο, ασουλούπωτο.

[τουρκ. lokma με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] για διάσπαση του συμφ. συμπλ. και τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες