Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λοστός ο [lostós] Ο17 : σιδερένιος μοχλός που χρησιμοποιείται κυρίως για να μετακινούνται βαριά και ογκώδη αντικείμενα ή (με μύτη στην άκρη) για να ανοίγονται τρύπες: Tον τραυμάτισε στο κεφάλι με σιδερένιο λοστό.
[μσν. λοστός ίσως < αρχ. λοῖσθος `κοντάρι καραβιού΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] (μετακ. τόνου;)]