Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λοστρόμος ο [lostrómos] Ο18 : βαθμοφόρος του εμπορικού (ναύκληρος) και του πολεμικού ναυτικού.
[ιταλ. nostromo (ανομ. των ρινικών συμφ. [n-m > l-m] ) -ς]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ιταλ. nostromo (ανομ. των ρινικών συμφ. [n-m > l-m] ) -ς]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |