Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογοκόπος
1 εγγραφή
λογοκόπος ο [loγokópos] Ο18 : αυτός που λογοκοπεί.

[λόγ. λογο(κοπώ) -κόπος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες