Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογοκοπώ [loγokopó] Ρ10.9α : λέω, υπόσχομαι πολλά και μεγάλα που δεν πρόκειται ή δεν είμαι σε θέση να τα πραγματοποιήσω: Δημαγωγούν και λογοκοπούν ασύστολα.
[λόγ. < μσν. λογοκοπώ < λογο- + -κοπώ]