Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογοκοπία η [loγokopía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λογοκοπώ· (πρβ. δημαγωγία): Tα μεγάλα λόγια και οι παχιές υποσχέσεις αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό της προεκλογικής λογοκοπίας.
[λόγ. λογοκόπ(ος) -ία]