Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογοθεραπευτής
1 εγγραφή
λογοθεραπευτής ο [loγoθerapeftís] Ο7 θηλ. λογοθεραπεύτρια [loγoθera péftria] Ο27 : ειδικός που ασχολείται με τη λογοθεραπεία.

[λόγ. λογο- + θεραπευτής μτφρδ. αγγλ. speech therapist· λόγ. λογοθεραπευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες