Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογογράφος ο [loγoγráfos] Ο18 : 1. χαρακτηρισμός για τους πρώτους Έλληνες πεζογράφους της αρχαιότητας και ιδιαίτερα για τους ιστορικούς συγγραφείς ως τον Hρόδοτο: Ο σημαντικότερος από τους λογογράφους ήταν ο Εκαταίος ο Mιλήσιος. 2. αυτός που στην αρχαιότητα ασχολούνταν επαγγελματικά με τη συγγραφή δικανικών λόγων: Ο Λυσίας ήταν ένας από τους σπουδαιότερους λογογράφους.
[λόγ. < αρχ. λογογράφος]