Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογικεύω
1 εγγραφή
λογικεύω [lojikévo] -ομαι Ρ5.2 : κάνω κπ. να σκεφτεί, να φερθεί λογικά, σωστά, με σωφροσύνη: Προσπάθησα να τον λογικέψω. || (συνήθ. παθ.) σκέφτομαι λογικά, σωστά, με σωφροσύνη, γίνομαι λογικός: Λογικέψου κι άσε τις τρέλες. Άρχισε να λογικεύεται κι έπαψε να παιδιαρίζει.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. λογικεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες