Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογιάζω
1 εγγραφή
λογιάζω [lojázo] -ομαι Ρ2.1 & λογιέμαι [lojéme] Ρ10.4β : (λαϊκότρ.) λογαριάζω, σκέφτομαι, στοχάζομαι. || (παθ.) λογίζομαι, θεωρούμαι.

[μσν. λογιάζω < αρχ. λόγ(ος) `υπολογισμός, μέτρημα΄ -ιάζω κατά το λογαριά ζω· μσν. λογ(ούμαι) μεταπλ. -ιέμαι < λόγ(ος) -ούμαι κατά το θυμούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες