Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογάς ο [loγás] Ο1 θηλ. λογού [loγú] Ο37 : (προφ.) 1. για πρόσωπο φλύα ρο· πολυλογάς: Έπιασα την κουβέντα με τη λογού την αδελφή μου κι έκαψα το φαΐ. Tι ~ είναι αυτός ο φίλος σου, στιγμή δε σταμάτησε! || (ως επίθ.): Tι λογού γυναίκα πήρες, πώς την ακούς κάθε μέρα! 2. αυτός που λέει, που υπόσχεται πολλά χωρίς να τα πραγματοποιεί· φαφλατάς: Mην τον πιστεύετε, δεν είναι παρά ένας αδιόρθωτος ~. 3. αυθάδης, θρασύς στα λόγια: Πάψε να αντιμιλάς και να αυθαδιάζεις, λογού! || (ως επίθ.).
[λόγ(ια) -άς· λογ(άς) -ού]