Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λιπόψυχος -η -ο [lipópsixos] Ε5 : που του λείπει, που χάνει το θάρρος, το κουράγιο, που δειλιάζει μπροστά σε δυσκολίες· λιγόψυχος.
[λόγ. λιποψυχ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]



