Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπόσαρκος
1 εγγραφή
λιπόσαρκος -η -ο [lipósarkos] Ε5 : που του λείπει κρέας, αδύνατος· ισχνός: Λιπόσαρκο σώμα / πρόσωπο.

[λόγ. < αρχ. λιπόσαρκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες