Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιπομαρτυρία η [lipomartiría] Ο25 : η αδικαιολόγητη απουσία μάρτυρα από δίκη: Kαταδικάστηκε σε πρόστιμο για ~.
[λόγ. λιπο- 1 + μαρτυρία με βάση το ελνστ. λιπομαρτυρίου δίκη `δίκη για μη παρουσία μάρτυρα΄]