Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιποθυμία
2 εγγραφές [1 - 2]
λιποθυμία η [lipoθimía] Ο25 : ξαφνική και προσωρινή απώλεια των αισθήσεων, που οφείλεται σε κυκλοφοριακή διαταραχή του εγκεφάλου, λιγοθυμία: Tου ήρθε ~ ενώ οδηγούσε. Έχω τάσεις λιποθυμίας.

[λόγ. < αρχ. λιποθυμία]

λιποθυμιά η [lipoθimná] Ο24 : (προφ.) η λιποθυμία.

[λόγ. < αρχ. λιποθυμία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες