Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιποθυμάω
1 εγγραφή
λιποθυμώ [lipoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. λιποθυμισμένος : χάνω αιφνίδια και προσωρινά τις αισθήσεις μου, την επαφή μου με το γύρω κόσμο, λιγοθυμώ: ~ από την πείνα / από το ξύλο / από τη συγκίνηση / από τη χαρά μου. Δεν άντεξε στον πόνο και λιποθύμησε. Λιποθύμησα απ΄ τα γέλια, ως υπερβολή.

[λόγ. < αρχ. λιποθυμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες