Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιποβαρής
1 εγγραφή
λιποβαρής -ής -ές [lipovarís] Ε10 : που του λείπει κτ. από το κανονικό του βάρος, λειψός· λιπόβαρος: Λιποβαρή σταθμά.

[λόγ. λιπο- 1 + βάρ(ος) -ής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες