Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπανάβατος
1 εγγραφή
λιπανάβατος -η -ο [lipanávatos] Ε5 : (λαϊκότρ., για ψωμί) το άζυμο ή αυτό που λόγω ανεπαρκούς ζύμης δεν ανέβηκε, δε φούσκωσε καλά. || (γενικότ.) αυτός που στο ψήσιμο δεν ανέβηκε, δεν ψήθηκε καλά: Tα τσουρέκια είναι λιπανάβατα.

[μσν. λιπανάβατος < λιπ- (συνοπτ. θ. του αρχ. λείπω, δες στο λιπο- 1) `είμαι λειψός΄ + μσν. ανάβατον `μαγιά΄ < αρχ. ἀναβα- θ. του ἀναβαίνω `ανεβαίνω΄ -τον, ουδ. του -τος (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀναβατός `που μπορεί να τον σκαρφαλώσει κανείς΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες