Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπαίνω
1 εγγραφή
λιπαίνω [lipéno] -ομαι Ρ7.2 : 1. επαλείφω κτ. με λίπος ή με άλλη ειδική ουσία για να το προφυλάξω από τις συνέπειες της τριβής, της διάβρωσης και γενικότερα από τη φθορά· λαδώνω. || (ειδ. για μηχανή) παρεμβάλλω λιπαντική ουσία μεταξύ δύο κινητών μερών μιας μηχανής με σκοπό τη μείωση της τριβής που προκαλείται από την επαφή τους· λαδώνω, γρασάρω. 2. εμπλουτίζω το καλλιεργούμενο έδαφος με συστατικά που βελτιώνουν τη γονιμότητά του.

[λόγ. < αρχ. λιπαίνω & σημδ. γαλλ. engraisser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες