Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπίδιο
1 εγγραφή
λιπίδιο το [lipíδio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : (βιοχημ.) ομάδα οργανικών ενώσεων των ζωικών και φυτικών ιστών.

[λόγ. < διεθ. lipid < αρχ. λίπ(ος) -id = -ίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες