Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιοκούκουτσο
1 εγγραφή
λιοκούκουτσο το [lokúkutso] Ο41 : (λαϊκότρ.) το κουκούτσι της ελιάς.

[λιο- 2 + κουκούτσ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες