Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λινοτύπης
1 εγγραφή
λινοτύπης ο [linotípis] Ο10 : τυπογράφος που δουλεύει σε λινοτυπική μηχανή.

[λόγ. λινοτυπ(ία) -ης (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες