Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λινοτυπία
1 εγγραφή
λινοτυπία η [linotipía] Ο25 : σύστημα μηχανικής στοιχειοθέτησης που στηρίζεται στην κατασκευή συμπαγών μεταλλικών γραμμών (στίχων) και που χρησιμοποιείται στα πιεστήρια των εφημερίδων: H ~ αντικαθίσταται βαθμιαία από τη φωτοστοιχειοθεσία.

[λόγ. < αγγλ. linotype < Linotype σήμα κατατ. < lin(e) `γραμμή, αράδα΄ -ο- + type = τύπος ή μέσω του γαλλ. lino typie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες