Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιναρόσπορος
1 εγγραφή
λιναρόσπορος ο [linarósporos] Ο20 : ο σπόρος του λιναριού.

[λινάρ(ι) -ο- + σπόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες