Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμενοφύλακας
1 εγγραφή
λιμενοφύλακας ο [limenofílakas] Ο5 : κατώτερος βαθμός προσωπικού του λιμενικού σώματος.

[λόγ. < αρχ. λιμενοφύλαξ, αιτ. -ακα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες