Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμεναρχείο
1 εγγραφή
λιμεναρχείο το [limenarxío] Ο39 : οι διοικητικές υπηρεσίες του λιμανιού και το κτίριο όπου στεγάζονται: Kεντρικό ~ Πειραιώς.

[λόγ. λιμενάρ χ(ης) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες