Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμάρικος
1 εγγραφή
λιμάρικος -η -ο [limárikos] Ε5 : (προφ., μειωτ.) που τον χαρακτηρίζει η βουλιμία, η λαιμαργία, αχόρταγος, πειναλέος. λιμάρικα ΕΠIΡΡ.

[μσν. λιμάρικος < λιμάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες