Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιμάρικος -η -ο [limárikos] Ε5 : (προφ., μειωτ.) που τον χαρακτηρίζει η βουλιμία, η λαιμαργία, αχόρταγος, πειναλέος.
λιμάρικα ΕΠIΡΡ. [μσν. λιμάρικος < λιμάρ(ης) -ικος]