Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθοβόλημα
1 εγγραφή
λιθοβόλημα το [liθovólima] Ο49 : η εκτόξευση λίθων εναντίον κάποιου· πετροβόλημα.

[λόγ. < μσν. λιθοβόλημα < λιθοβολη- (λιθοβολώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες