Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθο
21 εγγραφές [1 - 10]
λιθο- [liθo] & λιθό- [liθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λιθ- [liθ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. αναφέρεται στο λίθο (πέτρα)· (πρβ. πετρο- 1): ~βολώ, πετροβολώ. β. αναφέρεται στα πετρώματα: ~γενής. γ. αναφέρεται στην πέτρα ως αντικείμενο: ~γράφος· ~γραφία. δ. αναφέρεται στο λίθο ως οικοδομικό υλικό: λιθένδυση, ~δομή, λιθόκολλα, λιθόδμητος, λιθόκτιστος, λιθόστρωτος. 2. (ιατρ.) αναφέρεται στην παθολογική δημιουργία λίθων σε όργανο ή μέρος του σώματος και στην αντιμετώπισή τους: λιθαγωγός, ~γόνος· ~τριψία, ~τρίπτης.

[λόγ. < αρχ. λιθ(ο)- θ. του ουσ. λίθο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. λιθό-στρωτος, ελνστ. λιθο-βολῶ & γαλλ. litho- < αρχ. λιθο-: λιθο-γραφία < γαλλ. lithographie, λιθό-σφαιρα < γαλλ. lithosphère]

λιθοβόλημα το [liθovólima] Ο49 : η εκτόξευση λίθων εναντίον κάποιου· πετροβόλημα.

[λόγ. < μσν. λιθοβόλημα < λιθοβολη- (λιθοβολώ) -μα]

λιθοβολία η [liθovolía] Ο25 : η εκτόξευση λίθων. || (αθλ.) παλαιότερο αγώνισμα ρίψης, κατά το οποίο ο κάθε αθλητής προσπαθούσε να ρίξει μια μεγάλη κυλινδρική πέτρα όσο το δυνατό μακρύτερα· λιθάρι.

[λόγ. < ελνστ. λιθοβολία `πετροβόλημα΄]

λιθοβολισμός ο [liθovolizmós] Ο17 : θανάτωση με πετροβόλημα. || παλαιότερο είδος εκτέλεσης θανατικής ποινής: Kαταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό.

[λόγ. < ελνστ. λιθοβολισμός]

λιθοβολώ [liθovoló] -ούμαι Ρ10.9 : εκτοξεύω πέτρες εναντίον κάποιου, χτυπώ κπ. με πέτρες· πετροβολώ. || σκοτώνω, εκτελώ κπ. με λιθοβολισμό.

[λόγ. < ελνστ. λιθοβολῶ]

λιθογραφείο το [liθoγrafío] Ο39 : εργαστήριο λιθογραφίας.

[λόγ. λιθογράφ(ος) -είο(ν) μτφρδ. γαλλ. lithographie]

λιθογραφία η [liθoγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της εκτύπωσης πάνω σε χαρτί στοιχείων ή εικόνων που χαράχτηκαν πριν σε ειδική λίθινη πλάκα. || καλλιτεχνικό έργο που κατασκευάστηκε με την ομώνυμη τεχνική: Στην γκαλερί εκτέθηκαν λιθογραφίες και μεταξοτυπίες. 2. για την τεχνική της εκτύπωσης όφσετ, που αντικατέστησε την παλαιότερη λιθογραφία.

[λόγ. < γαλλ. lithographie < litho- = λιθο- + -graphie = -γραφία]

λιθογραφικός -ή -ό [liθoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη λιθογραφία ή στο λιθογράφο: Λιθογραφική μελάνη / εργασία.

[λόγ. < γαλλ. lithographique < lithograph(ie) = λιθογραφ(ία) -ique = -ικός]

λιθογράφος ο [liθoγráfos] Ο18 θηλ. λιθογράφος [liθoγráfos] Ο35 : ο ειδικός, ο τεχνίτης που ασχολείται με τη λιθογραφία.

[λόγ. < γαλλ. litho graphe < litho- = λιθο- + -graphe = -γράφος (διαφ. το ελνστ. λιθογράφος `γλύπτης΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

λιθοδομή η [liθoδomí] Ο29 : το χτίσιμο, κυρίως τοίχων, με πέτρα.

[λόγ. λιθο- + δομή]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες