Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιθανθρακόπισσα η [liθanθrakópisa] Ο27 : η πίσσα που παράγεται από την ξηρά απόσταξη των λιθανθράκων.
[λόγ. λιθανθρακ- (δες λιθάνθρακας) -ο- + πίσσα μτφρδ. γερμ. Steinkohlenteer]