Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθανθρακοφόρος
1 εγγραφή
λιθανθρακοφόρος -ος / -α -ο [liθanθrakofóros] Ε14 : (για έδαφος) που περιέχει κοιτάσματα λιθάνθρακα.

[λόγ. λιθανθρακ- (δες λιθάνθρακας) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες