Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιγνός -ή -ό [liγnós] Ε1 : ANT χοντρός. α. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος: Είχε κάτι λιγνά ποδαράκια σαν σπιρτόξυλα. Xοντρός και Λιγνός, ζευγά ρι παλαιών κωμικών του αμερικάνικου κινηματογράφου. β. λεπτός, αδύνατος: Xορεύοντας λυγίζει με χάρη τη λιγνή μέση της.
λιγνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [μσν. λιγνός ίσως < ελνστ. λέγνος· λιγν(ός) -ούτσικος]