Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιβελογράφος
1 εγγραφή
λιβελογράφος ο [liveloγráfos] Ο18 θηλ. λιβελογράφος [liveloγráfos] Ο35 : που γράφει λιβέλους.

[λόγ. λίβελ(ος) -ο- + -γράφος απόδ. γαλλ. libelliste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες