Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιανικός
1 εγγραφή
λιανικός -ή -ό [lanikós] Ε1 : που αναφέρεται σε εμπορεύματα τα οποία διατίθενται στον καταναλωτή σε σχετικά μικρές ποσότητες. ANT χοντρικός: Λιανική πώληση / αγορά. Λιανικό εμπόριο. Aυξήθηκε η λιανική τιμή του καφέ. || (ως ουσ.) η λιανική, η λιανική πώληση / αγορά: Aγοράζω / πουλάω κτ. σε τιμή λιανικής. λιανικά & (λόγ.) λιανικώς ΕΠIΡΡ.

[μσν. λιανικός < λιαν(ός) -ικός· λόγ. λιανικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες