Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ληνός ο [linós] Ο17 : (λόγ.) μεγάλος κάδος ή χτισμένος χώρος μέσα στον οποίο πατιούνται τα σταφύλια για να βγει ο μούστος· πατητήρι.
[λόγ. < ελνστ. ληνός, αρχ. σημ.: `σκεύος σε σχήμα σκάφης΄]