Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λημματοποιώ [limatopíó] -ούμαι Ρ10.9 : επιλέγω και αναλύω ένα λήμμα ενός λεξικού ή μιας εγκυκλοπαίδειας: Στην επόμενη έκδοση του λεξικού θα λημματοποιηθούν περισσότερες λέξεις ιστορικού λεξιλογίου.
[λόγ. λημματ- (λήμμα) -ο- + -ποιώ]