Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεύτερος
1 εγγραφή
λεύτερος -η -ο [léfteros] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ελεύθερος.

[μσν. λεύτερος < ελεύτερος, λεύθερος (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] ) < αρχ. ἐλεύθερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες