Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεόντειος
1 εγγραφή
λεόντειος -α / -ος -ο [leóndios] Ε15 : (λόγ.) που αναφέρεται στο λιοντάρι· κυρίως στην έκφραση ~ εταιρεία, συμφωνία με τελείως άνισους όρους, κατά την οποία ένας ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στις ζημίες και αποκλείονται από τα κέρδη. || Λεόντειο προσωπείο*.

[λόγ. < αρχ. λεόντειος `που ανήκει σε λιοντάρι΄ σημδ. γαλλ. léonin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες