Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεφτά
2 εγγραφές [1 - 2]
λεφτά τα [leftá] & λεπτά τα [leptá] Ο38 : τα χρήματα: Έχω / βγάζω / κερδίζω / δανείζω / ξοδεύω / χρωστάω / χάνω ~. Πολλά / λίγα / αρκετά ~. Δε μου φτάνουν τα ~ μου για ν΄ αγοράσω αυτοκίνητο. Πόσα ~ χρειάζονται γι΄ αυτή τη δουλειά; Tα ~ δε φέρνουν την ευτυχία. Σήμερα για ν΄ αγοράσεις σπίτι, χρειάζεσαι ένα κάρο ~. Kλαίω τα ~ μου, μετανιώνω για τα χρήματα που ξόδεψα σε κτ. που δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου. (έκφρ.) τα ~ σου ή τη ζωή σου, απειλή από κπ. που κρατάει όπλο. δε βρίσκονται στο δρόμο* τα ~. ΦΡ τα βρήκαμε τα ~ (μας), περιήλθαμε σε κατάσταση απορίας, αμηχανίας, δυσχέρειας για το τι πρέπει να κάνουμε παραπέρα. τα ~ δε μυρίζουν, η προέλευσή τους δεν είναι ορατή και άρα δεν ενδιαφέρει το πώς αποκτήθηκαν. τρέχουν τα ~ από τα μπατζάκια* του. έρχομαι* στα ~ μου. λεφτουδάκια τα YΠΟKΟΡ. λεφτάκια τα YΠΟKΟΡ. λεφτούλια τα YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < ελνστ. λεπτόν (δες λεπτό 1) στον πληθ. κατά τις λ. χρήματα, νομίσματα και με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] για προσαρμ. στη δημοτ.· λεφτ(ά) -ουδάκια, -ούλια (πληθ. του -ουδάκι, -ούλι)]

λεφτάς ο [leftás] Ο1 θηλ. λεφτού [leftú] Ο37 : (προφ.) αυτός που κερδίζει, που έχει πολλά χρήματα· πλούσιος, παραλής: Άμα είσαι ~, όλοι σου κάνουν υποκλίσεις.

[λεφτ(ά) -άς· λεφτ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες