Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεφούσι το [lefúsi] Ο44 : 1. (ιστ.) πολύς και συνήθ. άτακτος στρατός· στίφος: Mετρημένοι ήταν αυτοί που θ΄ αντιμετώπιζαν το τούρκικο ~. 2. (οικ.) α. άτακτο και βουερό πλήθος ανθρώπων: Ένα ~ ξεχύθηκε στους δρόμους. β. μεγάλος αριθμός από κτ.: Ένα ~ μύγες πετούσαν πάνω από το ψοφίμι. || (ως επίρρ.): ~ κατέβαινε ο κόσμος προς τη θάλασσα. ~ έρχονταν τα κουνούπια από το έλος.
[;]