Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευκόχρυσος
1 εγγραφή
λευκόχρυσος ο [lefkóxrisos] Ο20 : πολύτιμο μέταλλο που χρησιμοποιείται κυρίως στην κοσμηματοποιία, στην ηλεκτρική και χημική βιομηχανία· πλατίνα.

[λόγ. λευκο- + χρυσ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. or blanc `μείγμα χρυσού και αργύρου΄ (διαφ. το ελνστ. λευκόχρυσος `πετράδι με χλωμό χρυσαφί χρώμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες