Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λευκοσιδηρουργός ο [lefkosiδirurγós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει αντικείμενα από λευκοσίδηρο· φαναρτζής, τενεκετζής, φανοποιός.
[λόγ. λευκοσίδηρ(ος) + -ουργός απόδ. γαλλ. ferblantier]