Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευκοσίδηρος
1 εγγραφή
λευκοσίδηρος ο [lefkosíδiros] Ο20α : λεπτό φύλλο σιδήρου καλυμμένου με κασσίτερο· τενεκές.

[λόγ. λευκο- + σίδηρος μτφρδ. γαλλ. fer-blanc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες