Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευκοπλάστης
1 εγγραφή
λευκοπλάστης ο [lefkoplástis] Ο10 & λευκοπλάστ το [lefkoplást] Ο (άκλ.) : είδος κολλητικής ταινίας που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, για να συγκρατεί επιδέσμους επάνω στο δέρμα.

[λόγ. < γαλλ. leucoplaste < leuco- = λευκο- + -plaste < αρχ. πλαστός με σύγχυση ανάμεσα στα πλαστός - πλάστης· λόγ. < γαλλ. leucoplaste χωρίς μορφολ. προσαρμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες