Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευκοκύτταρο
1 εγγραφή
λευκοκύτταρο το [lefkokítaro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το λευκό αιμοσφαίριο.

[λόγ. λευκο- + κύτταρον μτφρδ. γαλλ. leucocyte < leuco- = λευκο- + αρχ. κύτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες