Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λευκοκύτταρο το [lefkokítaro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το λευκό αιμοσφαίριο.
[λόγ. λευκο- + κύτταρον μτφρδ. γαλλ. leucocyte < leuco- = λευκο- + αρχ. κύτος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. λευκο- + κύτταρον μτφρδ. γαλλ. leucocyte < leuco- = λευκο- + αρχ. κύτος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |